- ταλασιουργικός
- ταλασιουργικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταλασιουργικός — ή, όν, Α [ταλασιουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταλασιουργία* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ταλασιουργική (ενν. τέχνη) η ταλασιουργία*. επίρρ... ταλασιουργικῶς Α με επεξεργασία μαλλιού … Dictionary of Greek
ταλασιουργικῶν — ταλασιουργικός of fem gen pl ταλασιουργικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασιουργικόν — ταλασιουργικός of masc acc sg ταλασιουργικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασιουργικοῖς — ταλασιουργικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασιουργικῆς — ταλασιουργικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασιουργική — ταλασιουργικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασιουργικήν — ταλασιουργικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασιουργικῶς — ταλασιουργικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλασήϊος — ΐα, ον, ΜΑ φρ. «ταλασήϊος ίδρώς» ιδρώτας που προέρχεται από τον κόπο που καταβάλλει κανείς κατά την ταλασιουργία* αρχ. (επικ. τ.) 1. ταλασιουργικός* 2. κατάλληλος για ταλασιουργία* 3. φρ. «ταλασήϊα ἔργα» η ταλασιουργία* (Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek